- μαμμιλλάρια
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών κακτιδών, στο οποίο ανήκουν περισσότερα από 150 είδη, ιθαγενή τής νοτιοδυτικής Βόρειας Αμερικής, τής Καραϊβικής, τής Κολομβίας και τής Βενεζουέλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mammilla «παραμάννα» + κατάλ. -aria].
Dictionary of Greek. 2013.